Στουρνάρας: Η βιωσιμότητα της ανάπτυξης δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την πορεία μας στο μέλλον

O επαναπροσδιορισμός της ανάπτυξης είναι αναπόφευκτος, καθώς η βιωσιμότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την πορεία μας στο μέλλον. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έρχεται να τονίσει αυτό ακριβώς που λείπει, την ισότιμη και παράλληλη ανάπτυξη τριών πυλώνων, της οικονομίας, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας.επεσήμανε ο Γ. Στουρνάρας σε ομιλία του σε επετειακή εκδήλωση του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.

Όπως επεσήμανε «η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που ασχολήθηκαν ενεργά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, συστήνοντας την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), το 2009. Στόχος ήταν, και παραμένει, η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από την μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών».

«Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, τέσσερις πτυχές αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης: η κυκλική οικονομία, ο ενεργειακός μετασχηματισμός, η περιβαλλοντική προστασία και η δημιουργία αξίας για την κοινωνία.

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ του κ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ

Το κόστος της οικονομικής ανάπτυξης για το περιβάλλον αυξάνει όλο και περισσότερο. Πριν λίγες ημέρες, στις 5 Ιουνίου, την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, ανακοινώθηκε πως η ημερομηνία εξάντλησης των διαθέσιμων ετήσιων φυσικών πόρων το 2019, αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται Earth Overshoot Day, θα είναι η 29η Ιουλίου.[1] Δηλαδή, μέσα σε σχεδόν επτά μήνες, αναμένεται να εξαντλήσουμε για μια ακόμη χρονιά όλους τους φυσικούς πόρους που μπορούν να ανανεώνουν κάθε χρόνο τα οικοσυστήματα της γης.

O επαναπροσδιορισμός της ανάπτυξης είναι αναπόφευκτος, καθώς η βιωσιμότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την πορεία μας στο μέλλον. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έρχεται να τονίσει αυτό ακριβώς που λείπει, την ισότιμη και παράλληλη ανάπτυξη τριών πυλώνων, της οικονομίας, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας.

Η παρούσα συγκυρία αναδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Παρόλη την παγκόσμια ανησυχία, οι τρέχουσες δεσμεύσεις των κρατών για μειώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν είναι ικανές να συγκρατήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας στο στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου έως το 2100 – με το σενάριο των 3 βαθμών Κελσίου να φαίνεται πιθανότερο, τη στιγμή που είμαστε ήδη περίπου 1 βαθμό Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου.

Υπάρχει ακόμα χρονικό περιθώριο για να αναλάβουμε ουσιαστική δράση και να αναστρέψουμε αυτή την τάση, αλλά, δυστυχώς, οι αλλαγές και οι σχετικές πολιτικές καθυστερούν, με αποτέλεσμα να γίνεται πλέον λόγος για κλιματική κρίση. Μια κρίση με επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα, που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση και νέες πολυδιάστατες πολιτικές, καθώς για να διατηρηθεί η θερμοκρασία στο στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου χρειάζεται μεγάλη – άνευ προηγουμένου – κινητοποίηση, δράση και συνεργασία όλων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που ασχολήθηκαν ενεργά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, συστήνοντας την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), το 2009. Στόχος ήταν, και παραμένει, η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από την μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών.

Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, τέσσερις πτυχές αποτελούν βασικές  προϋποθέσεις για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης: η κυκλική οικονομία, ο ενεργειακός μετασχηματισμός, η περιβαλλοντική προστασία και η δημιουργία αξίας για την κοινωνία.

 

  1. Κυκλική οικονομία

Κυκλική οικονομία σημαίνει ότι η αξία των προϊόντων, των υλικών και των πόρων παραμένει στην οικονομία όσο το δυνατόν περισσότερο, ενώ η παραγωγή αποβλήτων περιορίζεται στο ελάχιστο. Το μοντέλο της «γραμμικής» οικονομίας που επικρατεί σήμερα (λήψη πόρων – κατασκευή – απόρριψη), και στο οποίο βασίζονται οι περισσότερες οικονομίες μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, δεν είναι βιώσιμο. Όπως «κυκλικά» λειτουργεί η φύση, έτσι και η λειτουργία των επιχειρήσεων μπορεί να γίνει αειφορική, μέσα από την απόρριψη του «γραμμικού» τρόπου ανάπτυξης και την υιοθέτηση νέων προτύπων «κυκλικής» οικονομίας.

Σε συνθήκες εξάντλησης των φυσικών πόρων παγκοσμίως, η πιο αποτελεσματική χρήση τους και η ελαχιστοποίηση της σπατάλης είναι αναγκαστικές και επείγουσες επιλογές, ενώ η κυκλική οικονομία αναμένεται να επιδράσει θετικά στην παραγωγή, την απασχόληση, το κλίμα, τη φύση, τους φυσικούς πόρους και την κοινωνική ευημερία.[2]

Η μετάβαση στην κυκλική οικονομία απαιτεί βεβαίως παρεμβάσεις, τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όπως ο εναρμονισμένος με τις ανάγκες της κυκλικής οικονομίας σχεδιασμός των προϊόντων, όσο και από την πλευρά της ζήτησης, μέσω διαφορετικών καταναλωτικών και διατροφικών προτύπων από τα σημερινά. Απαραίτητη είναι και η αποτελεσματική διαχείριση των αποβλήτων, με κατάλληλα οικονομικά κίνητρα και συμμετοχή της κοινωνίας.

Πέρα από τις παρεμβάσεις, σημαντικό ρόλο στον προσανατολισμό των καταναλωτών μπορούν να παίξουν και ήπιες ωθήσεις που ενθαρρύνουν τους καταναλωτές στην αλλαγή συνηθειών, τη λήψη περιβαλλοντικά ορθότερων αποφάσεων και την υιοθέτηση μικρών αλλά ουσιαστικών αλλαγών στην καθημερινότητά τους.[3] Τα συμπεριφορικά οικονομικά εξηγούν τη σημαντική επίδραση αυτών των ήπιων ωθήσεων στη διαδικασία των αποφάσεων, που υλοποιούνται μέσα από τη σωστή παρουσίαση των επιλογών, χωρίς επιπλέον κόστος ή οικονομικά κίνητρα.

Για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως οι διατροφικές μας συνήθειες επηρεάζουν δραματικά τους φυσικούς πόρους του πλανήτη, τη γη και την κατανάλωση υδάτινων πόρων. Η μικρότερη κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων επιφέρει πολύ σημαντική εξοικονόμηση καλλιεργήσιμης γης, υδάτινων πόρων, μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και σταδιακά αποκαθιστά τα δάση και την άγρια φύση. Ήπιες ωθήσεις μέσα από τη στοχευμένη παρουσίαση διατροφικών επιλογών με μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα μπορούν με απλό τρόπο να κάνουν μεγάλη διαφορά.

  1. Ο ενεργειακός μετασχηματισμός

Μεγάλη πρόκληση για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί η απεξάρτηση του ενεργειακού συστήματος από τον άνθρακα. Οι τρέχουσες και οι μελλοντικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία είναι τέτοιες που καθιστούν πλέον απαγορευτική τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη και η αλλαγή του κλίματος συνδέονται με την ανθρωπογενή δραστηριότητα και ιδίως με τη χρήση ορυκτών καυσίμων και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα τις τελευταίες χρονιές συνεχίζουν ανοδικά[4], ενώ πάνω από το 80% της παγκόσμιας ζήτησης σε ενέργεια, από το στάδιο της παραγωγής έως την τελική χρήση, καλύπτεται από ορυκτά καύσιμα.[5] Χρειάζεται να μετριάσουμε τη μεταβολή του κλίματος μειώνοντας αμέσως και δραστικά τις εκπομπές, μέσα από την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της ενεργειακής απόδοσης, των καθαρών και συνδεδεμένων μετακινήσεων, των τεχνολογικών λύσεων και τη δέσμευση και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα για την αντιμετώπιση των υπολειπόμενων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, προστατεύοντας το περιβάλλον και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, είναι πλέον τεχνικά εφικτή και οικονομικά βιώσιμη. Στην πορεία υπάρχουν σαφώς κίνδυνοι αλλά και ευκαιρίες. Υλικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και κίνδυνοι που συνδέονται με τη διαδικασία μετάβασης προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Κατά τη διαδικασία αυτή, οι επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κόστη, ζημίες και δυσλειτουργίες. Με την προσεκτική και έγκαιρη μετάβαση θα προκύψουν όμως και ευκαιρίες που συνδέονται με τη δημιουργία νέων ανανεώσιμων ενεργειακών και καινοτόμων προϊόντων, με επενδύσεις στην εξοικονόμηση ενέργειας, με νέες υποδομές και με νέες θέσεις εργασίας.

Απαραίτητη θα είναι φυσικά και η μετάβαση της βιομηχανίας σε καθαρές μορφές ενέργειας, σε ένα πιο πράσινο παραγωγικό πρότυπο και σε νέα μοντέλα ανάπτυξης, κυρίως μέσα από τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και με τη βοήθεια της καινοτομίας και της ψηφιακής τεχνολογίας. Η υιοθέτηση και η εφαρμογή των αρχών της κυκλικής οικονομίας στη βιομηχανία θα οδηγήσει σε νέους τρόπους αξιοποίησης ολόκληρου του κύκλου ζωής των υλικών και των προϊόντων και σε νέες επιχειρηματικές συνεργασίες, μέσα και από μοντέλα βιομηχανικής συμβίωσης.

Επιπλέον, η σωστή εκτίμηση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που πηγάζουν από τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.[6] Για αυτούς τους λόγους, οι κεντρικές τράπεζες υποστηρίζουν τη διαφάνεια και τη δημοσιοποίηση στοιχείων που θα επιτρέψουν στις αγορές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία,[7] ώστε, με σωστή πληροφόρηση, να ενσωματώνουν στις τιμές το κόστος του επιχειρείν, τον κίνδυνο που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή, και κυρίως να αξιολογούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Ο μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας, στο πλαίσιο της απεξάρτησης του ενεργειακού συστήματος από τον άνθρακα, δεν μπορεί παρά να έχει θετικό πρόσημο.

  1. Η περιβαλλοντική προστασία

Προϋπόθεση βιώσιμης ανάπτυξης είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η οποία, στη σημερινή συγκυρία, είναι σημαντικότερη από ποτέ, αφού τρείς, μεταξύ των πέντε σοβαρότερων κινδύνων παγκοσμίως, είναι περιβαλλοντικοί.[8] Το περιβάλλον, τα οικοσυστημικά αγαθά και οι υπηρεσίες τους αποτελούν τη βάση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αναγνώριση της αξίας τους, η εκτίμησή τους και η σύνδεσή τους με οικονομικούς δείκτες προωθούν τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της διαχείρισης των φυσικών συστημάτων, μέσα στο πλαίσιο της αειφορίας.

Αυτός είναι και ο λόγος που στην Τράπεζα της Ελλάδος μελετάμε εδώ και δέκα χρόνια τις επιπτώσεις την κλιματικής αλλαγής, συστήνοντας την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Στην ΕΜΕΚΑ, οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και της ενέργειας σε συνεργασία με κλιματολόγους, φυσικούς, βιολόγους, μηχανικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, εκπονούν μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, και προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας προς βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης.

Οι μελέτες, στο σύνολό τους, αναδεικνύουν τον πλούτο των φυσικών πόρων της Ελλάδας, αλλά κυρίως καταδεικνύουν τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της χώρας, διαπιστώνοντας ότι η κλιματική αλλαγή έχει δυσμενείς έως εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Σύμφωνα με την ανάλυση τρωτότητας,[9] η οποία ποσοτικοποιεί και κατατάσσει τους αναμενόμενους κλιματικούς κινδύνους για την ελληνική επικράτεια, η γεωργία είναι ο τομέας που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, ενώ οι επιπτώσεις στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα επηρεάσουν σημαντικά το εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης ο τομέας των υδάτινων αποθεμάτων, από τα οποία εξαρτάται τόσο η γεωργία όσο και η ύδρευση.

Το μέχρι σήμερα έργο της ΕΜΕΚΑ έχει υπογραμμίσει τη σημασία ύπαρξης μιας συγκεκριμένης πολιτικής προσαρμογής, αναγκαίας ως μέτρου περιορισμού των ζημιών από την κλιματική αλλαγή. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο Μνημονίου Συνεργασίας που υπογράφηκε με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ακαδημία Αθηνών, σχεδιάσαμε την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, και τώρα παρακολουθούμε την εφαρμογή της μέσα από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Life IP – Boosting the implementation of adaptation policy across Greece. Στόχος του έργου είναι να υποστηριχθεί τόσο η διαδικασία σχεδιασμού όσο και η υλοποίηση των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και να αποτελέσει μοχλό κινητοποίησης προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα.

 

  1. Η δημιουργία αξίας για την κοινωνία

Η δημιουργία αξίας, μακροπρόθεσμα, σχετίζεται με τη διαχείριση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.[10] Στην προσπάθεια να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη σε ισορροπία με την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική ευημερία, ο ρόλος του χρηματοοικονομικού τομέα της οικονομίας (τράπεζες και άλλα ιδρύματα όπως ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, κ.ά.) μπορεί να είναι καταλυτικός. Η σωστή εκτίμηση και εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων που πηγάζουν από τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία είναι σημαντικός παράγοντας για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της ομαλής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ειδικότερα, ο τραπεζικός τομέας μπορεί και πρέπει να ηγηθεί της προσπάθειας για ένα βιώσιμο μέλλον κατευθύνοντας κεφάλαια σε δράσεις που αποφέρουν θετικά αποτελέσματα για την κοινωνία και καθοδηγώντας τους πελάτες του στην ορθή διαχείριση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, και ως μέρος σχετικής πρωτοβουλίας των Ηνωμένων Εθνών[11] (UNEP Finance Initiative), έληξε πρόσφατα η διαβούλευση για τις Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής,[12] οι οποίες διαμορφώθηκαν από 28 τράπεζες διεθνώς[13] και επιδιώκουν να καθορίσουν το ρόλο και τις ευθύνες του τραπεζικού τομέα στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος. Οι τράπεζες που προσυπογράφουν τις Αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν την επιχειρηματική τους στρατηγική με τους στόχους της παγκόσμιας κοινότητας, όπως αυτοί παρουσιάζονται στους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και στη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή.

Οι Αρχές, ως ένας τραπεζικός οδικός χάρτης προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, θέτουν παγκόσμιους όρους αειφορίας, αποσκοπώντας στη δημιουργία αξίας τόσο για τους μετόχους των τραπεζών όσο και για την κοινωνία. Μεταξύ άλλων, προσδιορίζουν τα κριτήρια για την υπεύθυνη και αειφόρο τραπεζική μέσα από την ολιστική αξιολόγηση των κινδύνων και των ευκαιριών που πηγάζουν από τις δραστηριότητες των τραπεζών. Επίσης, ενθαρρύνουν τις τράπεζες να υπολογίζουν και να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπο, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν.

Την ίδια στιγμή, οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλέον εντατικοποιήσει την ενασχόλησή τους με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, με πιο σημαντική την πρωτοβουλία σύστασης του Δικτύου Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα[14] (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS) στο οποίο συμμετέχει και η Τράπεζα της Ελλάδος.

Το NGFS είναι ένα δίκτυο κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών που αριθμεί σήμερα 36 μέλη και επτά παρατηρητές και έχει συσταθεί με σκοπό την ενίσχυση της παγκόσμιας προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού και την ενδυνάμωση του ρόλου του χρηματοοικονομικού συστήματος στον αγώνα για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Το Δίκτυο αυτό αποσκοπεί στην ανταλλαγή εμπειρίας και βέλτιστων πρακτικών, τη συνεισφορά στη διαχείριση κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων για τον χρηματοοικονομικό τομέα και την προώθηση της χρηματοδότησης για τη μετάβαση σε μία βιώσιμη οικονομία. Είναι νομίζω πλέον αυτονόητο για ποιο λόγο οι κεντρικές τράπεζες σήμερα ενδιαφέρονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη: διότι χρηματοοικονομική σταθερότητα χωρίς βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου απλώς δεν νοείται.

Αντίστοιχα, κριτήρια βιωσιμότητας, πέρα από οικονομικά, εφαρμόζουν πλέον και οι εταιρίες στις διαδικασίες τους, καθώς η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG – Περιβαλλοντικών (Environmental), Κοινωνικών (Social) και Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance) είναι προϋπόθεση βιώσιμης ανάπτυξης και δημιουργίας αξίας για την κοινωνία. Τα κριτήρια αυτά χαρακτηρίζουν και αξιολογούν τη συνεισφορά στη βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ οι εταιρίες επιλέγουν την υιοθέτησή τους για να βελτιώσουν την αξιοπιστία τους και να δημιουργήσουν θετικό αποτύπωμα. Ακόμη και εταιρίες που η παραδοσιακή τους ενασχόληση εναντιώνεται στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα οι εταιρίες ορυκτών καυσίμων, προσπαθούν να υιοθετήσουν βιώσιμα μοντέλα, καθώς αυτά είναι προς όφελος όλων, της εταιρίας, των μετόχων και του πλανήτη.

Τα κριτήρια ESG είναι ιδιαίτερα σημαντικά και στον επενδυτικό τομέα. Οι τρέχουσες πρακτικές στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια και οι ίδιοι οι επενδυτές επιλέγουν όλο και περισσότερο[15] με βάση τα κριτήρια ESG, τόσο για τη διαχείριση του κινδύνου από την κλιματική κρίση, όσο και για τη θετική τους περιβαλλοντική επίδραση και τη δημιουργία αξίας για την κοινωνία. Επιπλέον, η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών έχει δείξει πως δεν θυσιάζει τις αποδόσεις. Με αυτόν τον τρόπο οι βιώσιμες επενδυτικές πρακτικές αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία, τη στιγμή που οι σχετικές πολιτικές αναδεικνύουν τα κριτήρια ESG σε μία σημαντική παράμετρο, επιβραβεύοντας έτσι τις βιώσιμες και υπεύθυνες πρακτικές των επιχειρήσεων.

Οι τρέχουσες εξελίξεις και η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνουν ότι απαιτείται μια δυναμική στρατηγική και ένα ισχυρό πλαίσιο δράσης για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων της κλιματικής κρίσης και της αειφορίας συνολικά. Το Συμβούλιο του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη αποτελεί έναν φορέα με σημαντικό ρόλο στην προώθηση της αειφορίας στην ελληνική επιχειρηματική πραγματικότητα και στο διάλογο ανάμεσα στην κοινωνία, την πολιτεία και τις επιχειρήσεις. Έναν διάλογο που αναμφισβήτητα χρειάζεται ώστε να προχωράμε με σωστή συνεργασία στην υλοποίηση των στόχων της κοινωνίας. Η συνεργασία είναι εξάλλου ο 17ος, τελευταίος και ίσως ο πιο θεμελιώδης, στόχος των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη προωθεί δράσεις συνεργασίας, επικοινωνίας, ενημέρωσης και επιμόρφωσης των μελών του, καθώς και προβολής ευρύτερα της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στο Συμβούλιο αναλαμβάνουν την υποχρέωση ενεργού συμμετοχής στο φορέα και την προσυπογραφή ενός σημαντικού, κοινού Κώδικα Αρχών Βιώσιμης Ανάπτυξης,[16] τον οποίο εφαρμόζουν μέσα από συνεχή βελτίωση και προσαρμογή.

Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων δράσης του Συμβουλίου, θα ήθελα να συγχαρώ όλους για τις σημαντικές πρωτοβουλίες που έχουν αναπτυχθεί όλα αυτά τα χρόνια και να ευχηθώ καλή επιτυχία στο κρίσιμο έργο της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης των ελληνικών επιχειρήσεων.