Απόρριψη πράσινης ενέργειας: Χάθηκε το 8,8% της συνολικής παραγωγής το οκτάμηνο στη χώρα μας

Πάνω από 1.600 γιγαβατώρες που αντιστοιχούν στο 8,8% της πράσινης παραγωγής δεν αξιοποιήθηκαν το πρώτο οκτάμηνο του 2025, επιβεβαιώνοντας ότι οι περικοπές από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έχουν πλέον παγιωθεί, που όμως προκαλεί μεγάλες απώλειες εσόδων στους παραγωγούς.

Το ανησυχητικό είναι ότι οι περιορισμοί δεν εξαντλούνται στους μήνες χαμηλής ζήτησης, αλλά συνεχίζονται και τους θερινούς μήνες όταν η κατανάλωση ρεύματος εκτοξεύεται λόγω του καύσωνα και της αυξημένης χρήσης κλιματιστικών. Μάλιστα, φέτος το καλοκαίρι οι περικοπές ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, καθώς το «ψαλίδι» έφτασαν έως τις αρχές Ιουνίου τις 975 GWh, τις 1.327 GWh τον Ιούλιο και εκτινάχθηκαν στις 1.616 GWh τον Αύγουστο.

Βάσει των επιλύσεων ISP2 και ISP3 του ΑΔΜΗΕ (δηλαδή της Διαδικασίας Ενδιάμεσου Εκκαθαριστικού Υπολογισμού), οι περικοπές από ΑΠΕ τον Ιούλιο ανήλθαν σε 58 GWh και αντιστοιχούσαν στο 2% της συνολικής παραγωγής. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο, ωστόσο παραμένει πολύ υψηλότερο σε σχέση με τον Ιούλιο του 2024, όταν είχαν περιοριστεί σε 32,1 GWh, μόλις 1,2% της αντίστοιχης παραγωγής.

Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων από το Green Tank, οι μεγαλύτερες απώλειες πράσινης ενέργειας καταγράφηκαν το διάστημα 10.00–15.00, όταν η ηλιακή παραγωγή κορυφώνεται, ενώ η Κυριακή 13 Ιουλίου 2025 καταγράφηκε ως η χειρότερη μέρα, με περικοπές 19,35 GWh σε μόλις 24 ώρες.

Σε επίπεδο επταμήνου (Ιανουάριος – Ιούλιος 2025) απορρίφθηκαν συνολικά 1.385 GWh ΑΠΕ, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 8,3% της πράσινης παραγωγής. Η σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024 είναι αποκαλυπτική: τότε οι περικοπές περιορίζονταν σε 585 GWh, δηλαδή λιγότερο από τις μισές.

Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι η Ελλάδα, ενώ παράγει περισσότερη καθαρή ενέργεια από ποτέ, εξακολουθεί να μην μπορεί να την αξιοποιήσει πλήρως. Το ρεύμα που χάνεται λόγω περιορισμών θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών, περιορίζοντας την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων και τις εκπομπές ρύπων.

Ο Ιούλιος 2025 κατέγραψε ιστορικά υψηλά στην παραγωγή τόσο από ΑΠΕ (2.871 GWh) όσο και από φυσικό αέριο (2.494 GWh), ενώ η ζήτηση εκτοξεύτηκε στις 6.498 GWh, που αποτελεί ρεκόρ δεκαετίας. Η αύξηση των ΑΠΕ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αυξημένη παραγωγή των φωτοβολταϊκών που αντιστάθμισε τη μειωμένη αιολική παραγωγή το 2025 σε σχέση με το 2024. Ενδεικτικά, η παραγωγή από φωτοβολταϊκά υψηλής τάσης τους πρώτους επτά μήνες του έτους ήταν αυξημένη κατά 1,255 GWh, ενώ η παραγωγή από αιολικά υψηλής τάσης ήταν μειωμένη κατά 925 GWh.

Παρά την αυξημένη κατανάλωση, οι περικοπές ΑΠΕ συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα η χώρα να καλύψει μεγάλο μέρος της επιπλέον ζήτησης καίγοντας περισσότερο φυσικό αέριο.
Ο λιγνίτης παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα (326 GWh, -16% από τον Ιούλιο 2024), ενώ τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έδωσαν 408 GWh, αυξημένα σε σχέση με τον Ιούνιο αλλά χαμηλότερα σε ετήσια βάση.

Στο μεταξύ, η Ελλάδα παρέμεινε καθαρός εξαγωγέας ρεύματος για τρίτο μήνα, με –180 GWh καθαρές εξαγωγές, ενώ η μέση χονδρεμπορική τιμή διαμορφώθηκε στα 100,6 €/MWh (+18% από τον Ιούνιο, -26% από τον Ιούλιο 2024).

Οι ΑΠΕ είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο στην κάλυψη της ζήτησης με 45,7% που ήταν και το μεγαλύτερο μερίδιο την τελευταία δεκαετία για τους πρώτους επτά μήνες του έτους.
Το φυσικό αέριο βρέθηκε δεύτερο, καλύπτοντας το 40% της ζήτησης και σημειώνοντας επίσης υψηλό δεκαετίας για το μερίδιο κάλυψης της ζήτησης τους πρώτους επτά μήνες.
Στην τρίτη θέση βρέθηκε το πετρέλαιο με μερίδιο 6,4% και ακολούθησαν τα μεγάλα υδροηλεκτρικά με μερίδιο 5,6%, και τελευταίος ο λιγνίτης με μερίδιο 5,2%, και χαμηλό δεκαετίας από τις αρχές του έτους.

Η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ενεργειακό παράδοξο: παράγει περισσότερη πράσινη ενέργεια από ποτέ, αλλά οι περικοπές ΑΠΕ κάνουν νέα ρεκόρ. Οι αριθμοί δείχνουν ότι το «κόψιμο» της καθαρής παραγωγής δεν είναι πια συγκυριακό, αλλά συστημικό. Χωρίς άμεσες επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση, η Ελλάδα θα συνεχίσει να σπαταλά πολύτιμη ενέργεια, να καίει περισσότερο αέριο και να πληρώνει υψηλότερο κόστος για ένα ενεργειακό μείγμα που υπονομεύει τους ίδιους τους στόχους της απανθρακοποίησης.